ψηλαρμενίζω

ψηλαρμενίζω
περηφανεύομαι, μεγαλοπιάνομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψηλαρμενίζω — Ν 1. αρμενίζω ψηλά, πετώ 2. μτφ. υπερηφανεύομαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλά + αρμενίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”